-
1 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
2 δικάζω
Aδικάσω Il.23.579
, Ar.Eq. 1089, V. 689, 801, Pl.Criti. 120a, etc.; [dialect] Ion.δικῶ Hdt.1.97
; inf. δικᾶν GDIiv p.880 ([place name] Chios), SIG 134b23 (Milet.): [tense] aor. ἐδίκασα, [dialect] Ep. δίκασα, δίκασσα, Od.11.547, Il.23.574: [tense] pf.δεδίκακα Heraclid.Cum.1
:—[voice] Med. (v. infr. 11), [tense] fut.- άσομαι Hdt.1.96
, D.37.37: [tense] aor.ἐδικασάμην Lys.12.4
, D.38.17, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίκαστο (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] fut.δικασθήσομαι D.H.5.61
,δεδικάσομαι Luc.
Bis Acc.14: [tense] aor.ἐδικάσθην Th.1.28
, Pl.Cri. 50b: [tense] pf.δεδίκασμαι Lys.21.18
: [tense] plpf.ἐδεδίκαστο D.33.27
: ([etym.] δίκη):—judge, sit in judgement, Il.23.579, Hdt.1.14, Antipho 5.90, etc.; sit as a juror, D.21.75;δ. καὶ ἐκκλησιάζειν Lys.26.2
, cf. Arist.Pol. 1293a9, etc.2 c. acc. rei, give judgement on, decide, determine, Il.1.542;δ. δίκην Hes.Op.39
, etc.;ἀλιτρά Pi.O.2.65
; , cf. 601;τἀμπλακήματα Id.Supp. 230
; δ. δίκην ἄδικον give an unjust judgement, Hdt.5.25;δ. ἐμπορικὰς δίκας D.35.46
; less freq.,γραφὰς δ. Lycurg.7
;εὐθύνας D.19.132
;ἀγῶνα Din.1.46
: c. acc. cogn., δίκας δ. adjudge a penalty, Hdt.6.139; δ. φυγήν τινι decree it as his punishment, A.Ag. 1412; δ. φόνον ματέρος ordain her slaughter, E.Or. 164 (lyr.): c. gen., δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Draconis ap.IG12.115.11; δ. τοῦ ἐγκλήματος (sc. δίκην) X.Cyr.1.2.7:—[voice] Pass.,δίκαι δικασθεῖσαι Pl.Cri. 50b
, cf. Lys.17.3; ὁποτέρων ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν it may be decided.., Th.1.28.3 φόνον δ. plead in a case of murder, E.Or. 580: abs., plead, D.C.69.18.4 c. dat. pers., decide between persons, judge their cause, ; , cf. Hdt.1.97;τοῖσι Πέρσῃσι δίκας δ. Id.3.31
; ἑκάστῳ κατὰ τὸ μέγαθος τοῦ ἀδικήματος passed judgement on each, Id.2.137.5 c. inf.,δικαξάτω λαγάσαι Leg.Gort.1.5
;ἐδίκασαν δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14
; δ. ὡς .. Id.1.84.6 [voice] Pass.,αἰσχρὰς δίκας δ.
to have actions brought against one,Lys.
21.18.II [voice] Med., of the party, plead one's cause, go to law, Od.11.545, 12.440, Hdt.1.96, Th.1.77;πρὸς τοὺς ἀστυνόμους Pl.Lg. 845e
; δίκην δικάζεσθαί τινι go to law with one, Lys.12.4, D.55.31; simply,δ. τινί Pl.Euthphr.4e
;πρός τινας Th. 3.44
; prop. of a private suit, opp. a public prosecution, D.21.26: with gen. added,δ. τινὶ κακηγορίας Lys.10.12
;κλοπῆς D.22.27
, etc.;ἐδεδίκαστο ἄν μοι τῆς ἐγγύης Id.33.27
; δ. τινὶ περί τινος ib.26.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский